Μενού

Η ιστορία του Bruno

Shares 38

Σκύλος Από όταν θυμάμαι τον εαυτό μου, ήθελα ένα δικό μου σκύλο. Στη γειτονιά όπου μεγάλωσα ήξερα σε ποιο σπίτι υπάρχει σκύλος, ράτσα, χρώμα, ηλικία, τα πάντα!

Μπορώ να πω ότι είμαι αρκετά επίμονη και πεισματάρα όταν θέλω κάτι, προκειμένου να γίνει. Πρήξε πρήξε λοιπόν, μου έφεραν ένα σκύλο στο σπίτι. Θηλυκό γκριφόν. Δεν έμεινε για πολύ όμως. Σύντομα βρήκαν μια δικαιολογία για να μου το πάρουν. Κλάμα εγώ, και κακό.  Ξανά τα ίδια εγώ. Μου φέρνουν άλλο σκυλάκι στο σπίτι. Ένα άλλο θηλυκό, δε θυμάμαι τη ράτσα, το όποιο είχε την ίδια τύχη με το πρώτο. Να μη σας τα πολυλογώ, μπήκαν πολλά σκυλάκια στο σπίτι μας, μα κανένα δεν έμεινε.

Περνάει ο καιρός και τίποτα. Η επιθυμία μου για να έχω ένα δικό μου σκύλο έμεινε στον αέρα. Συνέχισα να πηγαίνω από σπίτι σε σπίτι όπου υπήρχε κάποιος τετράποδος φίλος φυσικά. Ώσπου λοιπόν, αρρωσταίνω, άσθμα. Και τότε ήταν που σκέφτηκα πως δε θα πάρω ποτέ σκύλο, διότι με άσθμα, σκύλος δεν επιτρέπει ο γιατρός, κάνει κακό. Παίρνω εισπνοές, παίρνω φάρμακα, και προχωράμε.

Δε μπορώ να θυμηθώ πόσο ακριβώς είχα κλάψει τον τελευταίο καιρό πριν μου φέρουν ένα ακόμα σκύλο. Πρέπει να ήταν πολύ πάντως. Τους έπεισα. Πήρα μια εφημερίδα για να δω τις αγγελίες αν πουλάει κάποιος κάποιο σκυλάκι για να μπορέσω να υιοθετήσω. Ήταν η Χρυσή Ευκαιρία θυμάμαι, που πήγα και πήρα από το περίπτερο τότε. Και στο δρόμο για το σπίτι παρακαλούσα να υπάρχει κάποιο. Θυμάμαι η νονά μού μου είχε πει ότι θα μου το κάνει δώρο για τα γενέθλια μου (μετά από χρόνια έμαθα ότι τα είχε βάλει μισά μισά με τη μαμά μου, αλλά δε με ένοιαζε καθόλου).

Το σπίτι που είχε τα σκυλάκια και θα πηγαίναμε να πάρουμε, ήταν στη Χαλκίδα. Εμείς μέναμε Λιβαδειά, έχει μια απόσταση μέχρι να φτάσει. Είχαμε πάει με μια φίλη της μαμάς μου που οδηγούσε ταξί. Τρόπος να ήταν να πήγαινα πετώντας για πιο γρήγορα. Η λαχτάρα μου για σκύλο δεν περιγραφόταν με καμία λέξη, με τίποτα.

Φτάσαμε! Η μικρή αυλή του σπιτιού γεμάτη από κουταβάκια. Μια μαμά και ένας μπαμπάς που έρχονταν να μας μυρίσουν και να κουνήσουν τις ουρές τους. Τα ζώα καταλαβαίνουν τον κάλο άνθρωπο από τη μυρωδιά που έχει ο καθένας. Τα μάτια μου είχαν μια απέραντη λάμψη. Η ιδιοκτήτρια μου είπε »Διάλεξε ένα!» .

Φυσικά και δεν ήξερα ποιο να διαλέξω. Μακάρι να μπορούσα να τα πάρω όλα. Να έχω πολλά. Η μαμά μου το μόνο που ήθελε ήταν να είναι αρσενικό και να μην είναι μαύρο (γρουσουζιά το μαύρο). Έτσι κι εγώ, διάλεξα ένα καφέ.

Η χαρά μου απερίγραπτη! Η καρδιά μου χτυπούσε τόσο δυνατά! Από χαρά! Ήταν πολύ μικρό! Στη χούφτα μου μέσα! Ήμουν ευτυχισμένη! Και φαινόταν από χιλιόμετρα! Έπρεπε να του βρω ένα όνομα. Και έτσι τον ονόμασα Bruno. Μετά από χρόνια έμαθα ότι στα ιταλικά σημαίνει »καφετούλης». Ήταν ο σκύλος μου. Ήταν ο δικός μου σκύλος. Και ο μοναδικός που ήρθε και έμεινε στη ζωή μου.

Σκύλος

Θυμάμαι που ήταν τόσο μικρός! Τόσο μικροσκοπικός! Ήταν το μικρό μου παιδάκι! Το φρόντιζα σα να είναι το παιδάκι μου. Το υπεραγαπούσα! Με βοήθησε να γιατρευτώ, σταμάτησε ως δια μαγείας το πρόβλημα που είχα με το άσθμα. Χάρη σ” αυτόν, στον μικρό μου φίλο το οφείλω αυτό. Οι γιατροί είπαν ότι τελικά ήταν ψυχολογικό, και γι αυτό δεν περνούσε με τις θεραπείες.

Θυμάμαι που δεν είχε μάθει να πηγαίνει βόλτες κι εγώ τον πίεζα, τον τραβούσα για να έρθει μαζί μου να περπατήσουμε. Η μαμά μου φώναζε να μην τον τραβολογάω. Αργότερα κατάλαβα το γιατί. Μια μέρα τον είχα κουράσει τόσο πολύ στη βόλτα, που όταν γυρίσαμε σπίτι, διψούσε τόσο πολύ, αλλά ήταν και τόσο κουρασμένος που δεν είχε κουράγιο να σταθεί στα πόδια του για να πιει νερό, και ξάπλωσε κάτω και απλά σήκωνε το κεφάλι του τόσο όσο για να φτάνει στο πιατάκι με το νερό. Τον λυπήθηκα!

Σκύλος

Μεγαλώνοντας έμαθε καλύτερα τους χώρους του σπιτιού. Μας πήρε καιρό μέχρι να του μάθουμε που πρέπει να κάνει την »ανάγκη» του, τι είναι σωστό και τι είναι λάθος σε οτιδήποτε κάνει. Είχα θυμώσει αρκετές φορές μαζί του για κάτι που μου είχε χαλάσει.

Θυμάμαι όταν πια είχε μεγαλώσει και είχε μπει σε μια σειρά η ζωή μας, ερχόταν κάθε Δευτέρα έως και Παρασκευή και μας ξυπνούσε εμένα και την αδερφή μου για να πάμε σχολείο, καθημερινά στις 7:30πμ. Το Σάββατο και την Κυριακή δεν μας ενοχλούσε από τόσο νωρίς, αν έβλεπε ότι αργούσαμε πολύ, ερχόταν να μας ξυπνήσει για να παίξουμε. Όντας λάτρης του ύπνου εγώ, τον έδιωχνα για να κοιμηθώ λίγο παραπάνω.

Φυσικά και από τις 1:30 μμ καρτερούσε στο μπαλκόνι μέχρι να με δει να γυρίζω από το σχολείο, πήγαινε στο θυροτηλέφωνο και στεκόταν μέχρι να το ακούσει να χτυπάει, και να τρέξει μετά στην εξώπορτα για να με δει να μπαίνω μέσα και να μου κάνει χαρές λες και είχε να με δει μια βδομάδα.

Σκύλος

Ήταν τόσο έξυπνος! Απορούσα πώς γίνεται να καταλαβαίνει τόσα πολλά αυτό το πλάσμα;; Να του λέει η μαμά μου »δε σε φτάνω» και να έρχεται πιο κοντά για να τον χαϊδέψει. Ήταν τόσο χαδιάρης!! Μπορούσε να μη φάει τίποτα, αν τον χάιδευες όλη μέρα, δε θα τον πείραζε διόλου! Μακάρι να μπορούσα να γράψω όλα όσα έχω ζήσει μαζί του όλα αυτά τα χρόνια. Περάσαμε πραγματικά πάρα πολλά. Και καλά και άσχημα.

Όταν άρχισα να δουλεύω που αναγκάστηκα να φύγω από το σπίτι για να μείνω στην πόλη, τον έβλεπα λιγότερο. Πάντα ρωτούσα τι κάνει! Κάθε φορά που πήγαινα σπίτι, όλη μέρα περίμενε στην εξώπορτα σα να ήξερε ότι θα πάω. Το Πάσχα του 2013, θυμάμαι, πήγα στο χωριό, και μέχρι να μπω στο σπίτι, ήξερα ότι είναι στην πόρτα και περιμένει, του χτυπούσα και του φώναζα »Brunaki ;; Που είσαι αγόρι μου;;» και από μέσα τον άκουγα, άκουγα εκείνο το κλάμα ανυπομονησίας, χαράς, λαχτάρας… Ήξερα ότι έλεγε »άνοιξε μου να σε δω», και φυσικά όταν άνοιγα την πόρτα, η χαρά του απερίγραπτη, η ουρά του δε φαινόταν από το κούνημα της, και η ακράτεια του φανερή, τα έκανε πάνω του κάθε φορά που με έβλεπε μετά από καιρό. Άνθρωπος, έτσι, δε θα κάνει ποτέ για κανέναν άνθρωπο. Να είστε σίγουροι.

Σκύλος

Την ίδια χρονιά, τα Χριστούγεννα που πήγα πάλι στο χωριό, έκανε πάλι τα ίδια. Τρελή χαρά. Μου έκανε όμως εντύπωση κάτι. Κάτι που δεν το συνήθιζε ποτέ ο Bruno. Ήταν ήσυχος. Παναγία μου πόσο ήσυχος. Δε μου άρεσε καθόλου αυτό. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Μήπως δεν ήταν καλά; Η μαμά μου είπε ότι τον τελευταίο καιρό κάτι έχει, δεν τρώει καλά, κοιμάται αρκετά, και τέτοια. Δεν ήξερα τι να κάνω. Φαινόταν καλά. Απλά ήταν ήσυχος. Γέρασε μου είπε ο μπαμπάς. Έτσι γίνεται. Όσο μεγαλώνει, χαμηλώνουν οι αντοχές. Ησυχάζει.

Σκύλος

Δεν ήθελα να μπω στη διαδικασία να σκεφτώ ότι κάποια στιγμή θα »φυγει». Όχι όχι όχι. Δε γίνεται να με αφήσει. Με τίποτα. Είναι μικρός ακόμα, έλεγα. Μα κατά βάθος έλεγα πως δεν είναι. Ήταν 13 χρονών. Ήταν όντως γεράκος. Αλλά εγώ δεν το έβαζα κάτω. Έλεγα πως αντέχει. Και άντεχα κι εγώ. Πίστευα πως μπορεί να τα καταφέρει.

Την επόμενη χρονιά, το Πάσχα του 2014, πήγα στο χωριό. Με περίμενε πάλι στην πόρτα. Χαρές, αγάπες. Και μετά πάλι ησυχία. Όχι όπως την τελευταία φορά, αλλά λίγο καλύτερα. Παίξαμε κιόλας. Βγήκαμε στην αυλή. Κάτσαμε στον ήλιο που τόσο του άρεσε να κάθεται. Τον πήρα αγκαλιά και ένιωσα ότι είχε χάσει βάρος. Με λύπη διαπίστωσα πως κάτω  από το μπλουζάκι που φορούσε, το τρίχωμα του ήταν λίγο. Καμία σχέση με αυτό που θυμόμουν. O Bruno δεν ήταν καλά. Το έβλεπα πια. Ρώτησα τη μαμά μου αν τρώει και μου είπε ότι δυσκολεύεται καθότι του έχουν πέσει μερικά δόντια και δεν μπορεί να μασήσει την τροφή καλά καλά. Από εκείνη τη μέρα και μετά, κάθε φορά που ρωτούσα τη μαμά μου τι κάνει ο Bruno, μου έλεγε πως δεν είναι καλά, και ότι καλά θα κάνω να αρχίσω να παίρνω απόφαση ότι κάποια στιγμή θα »φύγει» . Δεν ήθελα. Μα μέσα μου το ένιωθα. Και το ένιωσα ακόμα περισσότερο την επόμενη φορά που πήγα στο χωριό.

Σκύλος

Την ίδια χρονιά τα Χριστούγεννα του 2014 που ξαναπήγα στο χωριό για τις γιορτές, με περίμενε μια δυσάρεστη έκπληξη στο σπίτι. Μπήκα στο σπίτι, και δεν ήταν εκεί να με περιμένει όπως κάθε φορά. Δεν με άκουσε να μπαίνω. Τον φώναξα και δεν ήρθε. Τον είδα στον καναπέ να κάθεται. Σήκωσε το κεφάλι του αργά, δεν ξέρω αν με έβλεπε, δεν ξέρω αν με κατάλαβε, πιστεύω πως όχι. Πήγα κοντά του και τίποτα. Έμεινε εκεί. Χρειάστηκε να βάλω το χέρι μου στη μύτη του για να με νιώσει. Όταν με μύρισε, εκεί άρχισα να ακούω την ουρίτσα να χτυπάει στον καναπέ τακ τακ τακ. Εκείνη τη στιγμή, κατάλαβα πολλά. Δεν έβλεπε σχεδόν τίποτα, δεν άκουγε σχεδόν τίποτα. Ευτυχώς που ακόμα μύριζε καλά και μπορούσε να καταλάβει τους ανθρώπους γύρω του. Μπορούσε να καταλάβει εμάς. Μας θυμόταν. Ευτυχώς.

Ήταν λυπηρό να τον βλέπω έτσι. Πολύ οδυνηρό, και προφανώς επίπονο για εκείνον. Πονούσε, το έβλεπα και το ένιωθα. Έκλαιγε από  τον πόνο. Λυπόμουν πολύ για εκείνον. Κάποιοι φίλοι μου είπαν να τον αφήσω να »φύγει». Αποκλείεται, είπα. Δεν υπάρχει περίπτωση, είπα. Ήξερα ότι είναι πολύ εγωιστικό αυτό. Αλλά δεν μπορούσα να το κάνω αυτό. Πώς θα τον άφηνα να φύγει; Και μετά; Μετά τι; Πως θα συνεχίσω; Όχι δεν μπορούσα να το κάνω αυτό. Ήταν δύσκολο. τρομερά δύσκολο.

Πάσχα 2015. Ο Brunakos είναι μισός. Χωρίς μαλλιά πια. Αδύνατος. Κοκαλιάρης. Για 2η συνεχόμενη φορά δε τον βρήκα να με περιμένει στην πόρτα. Ήταν πια 15 χρονών. Γεράκος. Δεν μπορούσε να ανέβει στα κρεβάτια, στους καναπέδες, δεν μπορούσε ούτε να κατέβει κάτω. Ούτε τα σκαλιά δεν μπορούσε να κατέβει για να πάει στην πίσω αυλή. Ζητούσε να του ανοίξει η μαμά την πόρτα για να πάει προς νερού του, και όταν του άνοιγε, απλά γυρνούσε μέσα στο σπίτι. Ξεχνούσε τι ήθελε να κάνει; Το μετάνιωνε; Κρύωνε; Βαριόταν; Κανείς δεν ξέρει τι σκεφτόταν. Πάντως το έκανε αρκετές φορές μέσα στη μέρα. Στενοχωριόμουν που τον έβλεπα έτσι. Έφυγα με την ελπίδα ότι θα τον ξαναδώ.

Καλοκαίρι 2015. Πήρα τις καθιερωμένες 14 μέρες άδεια από τη δουλειά. Διακοπές. Τέλεια θα περάσουμε. Εγώ και ο φίλος μου, τα είχαμε σχεδιάσει όλα. Ήταν όλα τέλεια. Δύο μέρες πριν ξεκινήσουμε τις διακοπές μας, εγώ πήγα στην πόλη μου, αλλά όχι στο χωριό μου. Ήθελα να δω την αδερφή μου. Και θα έρχονταν και οι γονείς μου εκεί να με δουν. Έμειναν όλο το μεσημέρι. Φάγαμε μαζί. Και κοιμηθήκαμε για λίγο. Πριν φύγουν, ο μπαμπάς μου είπε να πάω μαζί τους στο χωριό. Δεν ήθελα. Ήθελα να ψάξω για μαγιό στα μαγαζιά της πόλης. Εκείνη τη στιγμή μου λέει » Tον Bruno δε θες να τον δεις που δεν είναι καλά;» Ήταν η πρώτη φορά που ο μπαμπάς μου έλεγε πως δεν είναι καλά. Δεν έδωσα μεγάλη σημασία γιατί σκέφτηκα πως τα λέει για να με κάνει να πάω στο χωριό. Δεν ήθελα. »Αντέχει ακόμα», σκεφτόμουν. Μακάρι να μπορούσα να γυρίσω το χρόνο πίσω και να πήγαινα εκείνη τη μέρα μαζί τους στο χωριό.

Έφυγα για Θεσσαλονίκη την επόμενη μέρα. Ήθελα να ετοιμάσω τα πράγματα μας, γιατί τη Δευτέρα φεύγαμε. Ήμουν πολύ χαρούμενη. Ξεκινήσαμε τη Δευτέρα το πρωί για Χαλκιδική. Όλα ωραία. Την Τρίτη τα μεσάνυχτα, ξημερώματα Τετάρτης είδα ένα όνειρο. Ξύπνησα με τη σκέψη πως κάτι θα γίνει. Δεν ήξερα τι. Έχω μάθει να βλέπω μέσα από τα όνειρα μου. Πάντα βγαίνουν. Την Τετάρτη το πρωί μίλησα με τη μαμά μου στο τηλέφωνο. Είχα ξεχάσει το όνειρο που είχα δει. Η μαμά μου μιλούσε σα να είχε κάτι. Αλλά δεν έλεγε τι. Εκείνη τη στιγμή είπα στο φίλο μου » η μαμά μου κάτι έχει, αλλά δε μου λέει τι». Περάσαμε μια υπέροχη εβδομάδα διακοπών στη Χαλκιδική. Και ήρθε η ώρα της επιστροφής. Σάββατο πρωί ξεκινήσαμε για Θεσσαλονίκη.

Φτάσαμε σπίτι. Πτώματα και οι δύο. Ίσα που έστειλα ένα μήνυμα στους δικούς μου πως φτάσαμε καλά. Δε με πήραν τηλέφωνο. Παραδόξως. Το απόγευμα με πήρε ο μπαμπάς να δει τι κάνω, νόμιζα. Με ρώτησε πως περάσαμε, αν τακτοποιηθήκαμε κα. Βαριόμουν τόσο πολύ να του απαντάω. Και τότε μου λέει »Θέλω να σου πω κάτι», και αυθόρμητα πιάνω το χέρι του φίλου μου, σφίχτηκα σα να ήξερα ότι δε θα ακούσω κάτι καλό, και ρωτάω »τι;». Άρχισε να διορθώνει τη φωνή του και να καθαρίζει το λαιμό του. Ήταν φανερό πως του ήταν δύσκολο να μου πει αυτό που ήθελε. Τον ξαναρωτάω »τι μπαμπά;;» και εκείνη τη στιγμή μου λέει »εε.. ο Bruno…» και μένω ακούνητη – αμίλητη – αγέλαστη. Τον ξαναρωτάω » Τι;;;» και μου είπε αυτό που δεν ήθελα να ακούσω » αυτό που κατάλαβες». Του το έκλεισα. Άλλωστε δεν μπορούσα να μιλήσω. Το κλάμα που έριξα δεν μπορώ να το περιγράψω. Ένιωσα σα να μου ξερίζωναν την καρδιά από τα σπλάχνα. Ο πόνος μου ήταν μεγάλος και βαθύς. Ακόμα είναι.

Πάνε μήνες που έχει φύγει και ακόμα δεν μπορώ να το πιστέψω. Μου είναι δύσκολο. Ακόμα και τώρα που γράφω την ιστορία του, κλαίω. Δε θέλω να πιστέψω πως με άφησε. Πήγα στο χωρίο πριν μέρες, με μεγάλη δυσκολία μπορώ να πω. Τον έψαχνα. Κοιτούσα μην είναι πουθενά και τον πατήσω. Άνοιγε η εξώπορτα και κοιτούσα μην πεταχτεί και βγει στο δρόμο. Μου λείπει και θα μου λείπει για πάντα. Η θέση στην καρδιά μου θα μείνει κενή γιατί ήταν είναι και θα είναι μόνο για εκείνον. Δε θα τη δώσω αλλού. Έχει αφήσει μεγάλο κενό πίσω του. Πολύ καιρό μετά, μου ήρθε η ιδέα να ρωτήσω τη μαμά μου που βρήκε το σωματάκι του. Δεν ήθελε να μου πει. Απόρησα, αλλά μετά κατάλαβα. Το σπίτι μας έχει 3 κρεβατοκάμαρες, σαλόνι, κουζίνα, μπάνιο, χολ, και 2 μεγάλες αυλές. Αυτός ήθελε να »κοιμηθεί» στο δωμάτιο μου. Έμεινα εκεί, άφωνη. Δεν το πιστεύω, είπα. Αλλά ναι, εκεί πήγε. Η σκυλίσια αγάπη που λέγαμε…

Είναι δύσκολο να ξέρεις ότι θα πας σπίτι σου και δε θα είναι εκεί στην πόρτα να σε περιμένει, ότι δε θα τον δεις να κλαίει απ τη χαρά του όταν σε δει, ότι δε θα τον δεις να σου ζητάει να τον βοηθήσεις να ανέβει στον καναπέ για να είναι κοντά σου, είναι δύσκολο να τον ψάχνεις στο σπίτι ενώ ξέρεις ότι δεν είναι εκεί.. και τέλος είναι τρομερά δύσκολο να ξέρεις ότι δε θα τον ξαναδείς ποτέ….

Καλοκαίρι 2016. Πέρασε ένας χρόνος. Τριήμερο με τον φίλο μου, Χαλκιδική. Πηγαίναμε σε διάφορες παραλίες. Σε μια από αυτές, με περίμενε μια έκπληξη. Δεν ξέρω πως να την περιγράψω, ευχάριστη; συγκινητική; Πάντως ήταν έκπληξη. Είμαστε σε μια παραλία με τον φίλο μου, μέσα στη θάλασσα. Κάποια στιγμή ακούω γάβγισμα από έξω. Κάθε γάβγισμα, ακούγεται σα συναγερμός στα αυτιά μου. Γυρνάω και βλέπω, 2 μικρά σκυλάκια, ίδια ράτσα με το Brunako μου, γιορξάιρ. Προσπάθησα να τα προλάβω, αλλά ποτέ. Έφυγαν. Μετά από ώρα όταν κάναμε ηλιοθεραπεία, ακούω το ίδιο γάβγισμα. Συναγερμός! Γυρνάω και τα ξαναβλέπω. Τι χαρά!!

Και τώρα η έκπληξη: Λέω στο φίλο μου »Δεν αντέχω, πάω να τα χαιρετήσω». Ήταν σίγουρος. Φτάνω εκεί, και βλέπω ότι ο ιδιοκτήτης τους είναι ξένος. Οι ξένοι είναι φιλικοί προς τους Έλληνες, σκέφτηκα, και είπα να κάνω μερικές ερωτήσεις. Πρώτη ερώτηση φυσικά, ονόματα! Δεν ξέρω αν σας έχει τύχει ποτέ να κάνετε μια ερώτηση και ξαφνικά να νιώθετε πως ξέρετε την απάντηση που θα ακούσετε. Ναι! Για κάποιο λόγο, ήμουν σίγουρη για την απάντηση, για τη μισή έστω. Ήταν η ανάγκη μου να ακούσω το όνομα του ξανά; Δεν ξέρω, πραγματικά δεν ξέρω. Το ένα σκυλάκι το έλεγαν Bruno και το άλλο Bullet, ήταν 2 αρσενικά, 5 μηνών.

Σοκαρίστηκα! Ο Bruno, 1 χρόνο μετά, ήρθε να με βρει στην παραλία, μέσα από ένα άλλο σκυλίσιο μικρό σωματάκι. Ήταν απίστευτο. Ήθελα να κλάψω από συγκίνηση που το συνάντησα, μα χαμογελούσα. χαμογελούσα γιατί εκείνη τη στιγμή έβλεπα την μετεμψύχωση του δικού μου σκυλιού μέσα σε ένα άλλο σωματάκι. Είμαι σίγουρη ότι ήταν αυτός. Δε μπορεί να ήταν σύμπτωση. Ίδια ράτσα, μέγεθος, και όνομα; Δε γίνονται αυτά. Έφυγα με την ωραιότερη ανάμνηση από τις διακοπές του 2016, μιας και οι περσινές μου βγήκαν πικρές.

Αν ήταν εδώ, είμαι σίγουρη πως οι δύσκολες μέρες θα περνούσαν πιο εύκολα, πιο γρήγορα, πιο καλά. Αρκεί να υπήρχε. Αρκεί να ζούσε. Μόνο αυτό. Τίποτα άλλο. Να ήξερα ότι αύριο θα πάω στο χωρίο και θα είναι εκεί να με περιμένει, όπως με περίμενε κάθε φορά.

15 χρόνια. 15 απ τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου. Στιγμές, βόλτες, παιχνίδια, αγκαλιές και χίλια δυο άλλα. Δε θα σε ξεχάσω πιστέ μου φίλε. Θα σε αγαπάω για πάντα κι ας με άφησες κ έφυγες. Θα μου λείψεις Brunaki μου. Αντίο.

Σκύλος
To διαβάσαμε στο toocute.gr
Shares 38

Σχόλια


Read more:
Close